οσμώμαι
Смотреть что такое "οσμώμαι" в других словарях:
οσμώμαι — ὀσμῶμαι και επικ. τ. ὀδμῶμαι, άομαι (Α) [οσμή] 1. αντιλαμβάνομαι μέσω τού αισθητηρίου τής όσφρησης την οσμή που αναδίδει κάποιο πράγμα, οσφραίνομαι 2. έχω την αίσθηση τής όσφρησης 3. μτφ. α) προαισθάνομαι β) παρατηρώ ή καταλαβαίνω κάτι 4. (το ουδ … Dictionary of Greek
οδμώμαι — ὀδμῶμαι, άομαι (Α) (παλαιότ. τ.) βλ. οσμώμαι … Dictionary of Greek
οσμητός — ὀσμητός, ή, όν (Α) [οσμώμαι] αυτός τον οποίο μυρίζει κανείς ή αυτός τον οποίο μπορεί κανείς να μυρίσει … Dictionary of Greek
όσμησις — ὄσμησις, ἡ (Α) [οσμώμαι] οσμή, μυρωδιά … Dictionary of Greek