οσμώμαι

οσμώμαι

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "οσμώμαι" в других словарях:

  • οσμώμαι — ὀσμῶμαι και επικ. τ. ὀδμῶμαι, άομαι (Α) [οσμή] 1. αντιλαμβάνομαι μέσω τού αισθητηρίου τής όσφρησης την οσμή που αναδίδει κάποιο πράγμα, οσφραίνομαι 2. έχω την αίσθηση τής όσφρησης 3. μτφ. α) προαισθάνομαι β) παρατηρώ ή καταλαβαίνω κάτι 4. (το ουδ …   Dictionary of Greek

  • οδμώμαι — ὀδμῶμαι, άομαι (Α) (παλαιότ. τ.) βλ. οσμώμαι …   Dictionary of Greek

  • οσμητός — ὀσμητός, ή, όν (Α) [οσμώμαι] αυτός τον οποίο μυρίζει κανείς ή αυτός τον οποίο μπορεί κανείς να μυρίσει …   Dictionary of Greek

  • όσμησις — ὄσμησις, ἡ (Α) [οσμώμαι] οσμή, μυρωδιά …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»